ραγδαίος

ραγδαίος
-α, -ο / ῥαγδαῑος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που συμβαίνει γρήγορα και ξαφνικά (α. «ραγδαία πτώση τών τιμών» β. «ραγδαία εξέλιξη τής νόσου»)
2. ακάθεκτος και βίαιος («ραγδαία καταδίωξη τών ληστών»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ορμητικός, βίαιος, μανιώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαγδαῑον
ορμή, σφοδρότητα, βιαιότητα.
επίρρ...
ραγδαίως/ ῥαγδαίως, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν
με σφοδρότητα ή ορμητικότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γρήγορα
αρχ.
φρ. «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη γυναίκα (Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. ῥάγδην* (< ῥήγνυμι) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος). Η σύνδεση τού τ. με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥαγδαῖος — furious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραγδαίος — α, ο επίρρ. α 1. ορμητικός, σφοδρός: Άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή. 2. απότομος, γρήγορος: Στο χρηματιστήριο σημειώθηκε ραγδαία πτώση των βιομηχανικών αξιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαγδαῖον — ῥαγδαῖος furious masc acc sg ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαῖα — ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαῖοι — ῥαγδαῖος furious masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιότερον — ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious masc acc comp sg ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιοτέρως — ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιότατα — ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious adverbial superl ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαία — ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc/acc dual ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαίας — ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem acc pl ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”